Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβόλλα < λατινική abolla

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀβόλλα θηλυκό

  • αρχαίο ρωμαϊκό ένδυμα που έμοιαζε με το ελληνικό ιμάτιο