Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβούτης < α- στερητικό + βους

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβούτης αρσενικό ενικός
  • αυτός που δεν έχει βόδια, συνεκδοχικά ο ακτήμων