Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβουκόλητος < α- στερητικό και βουκολέω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβουκόλητος, -ος, -ον

  1. ο αποίμαντος
  2. ο παραμελημένος
  3. ο ανεπιτήρητος