Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβλάστημα < εκ του ἀβλαστέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀβλάστημα ουδέτερο

  1. κατάσταση φυτού που δεν παρουσιάζει βλαστούς
  2. γενικότερα οποιοδήποτε φυτό που δεν βλασταίνει