ἀβλάστημα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀβλάστημα < εκ του ἀβλαστέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀβλάστημα ουδέτερο
- κατάσταση φυτού που δεν παρουσιάζει βλαστούς
- γενικότερα οποιοδήποτε φυτό που δεν βλασταίνει
ἀβλάστημα ουδέτερο