Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
وقف
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αραβικά (ar)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.4
Ουσιαστικό
1.4.1
Αλλόγλωσσα παράγωγα
Αραβικά
(ar)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
وقف
< ρίζα و ق ف (w-q-f)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
wáqafa
/ & /
wáqqafa
/
Ρήμα
επεξεργασία
وقف
(ar)
σταματώ
συγκρατώ
εμποδίζω
ακινητοποιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
وقف
(ar)
αρσενικό
(waqf)
σταμάτημα
ακινητοποίηση
βακούφι
αναπαλλοτρίωτη
περιουσία
Αλλόγλωσσα παράγωγα
επεξεργασία
τουρκικά
:
vakıf
νέα ελληνική
:
βακούφι