مالاق
Ουσιαστικό
επεξεργασίαمالاق (malak)
Απόγονοι
επεξεργασίαمالاق (οθωμανικά τουρκικά)
- ⇒ τουρκικά: malak
- ↷ βουλγαρικά: мала́к (malák)
- ↷ νέα ελληνικά: μαλάκι (ιδιωματικό στη Θράκη)
- ↷ νέα ελληνικά: Μαλάκης (επώνυμο)
- ↷ νέα ελληνικά: Μαλακούδης (επώνυμο)
- ↷ νέα ελληνικά: Μαλακίδης (επώνυμο)
- ↷ νέα ελληνικά: Μολακίδης (επώνυμο)
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 1659 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).