бычаг
Αζεριανά (az)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαбычаг (az)
- το μαχαίρι
Κλίση
επεξεργασίακλίση του бычаг
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | бычаг | бычаглар |
αιτιατική | бычағы | бычаглары |
δοτική | бычаға | бычаглара |
τοπική | бычагда | бычагларда |
αφαιρετική | бычагдан | бычаглардан |
γενική | бычағын | бычагларын |