бекрија
Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- бекрија < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بكری (bekri) [1] < περσική بکروی (bakrawī) < Μπεκρή Μουσταφά (Bekri Mustafa), μέθυσος που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ (1612‑1640) [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /běkrija/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : бе‐кри‐ја
Ουσιαστικό επεξεργασία
бекрија (sh) αρσενικό (λατινική γραφή: bekrija)
- ο μπεκρής
Κλίση επεξεργασία
κλίση του бекрија
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | бекрија | бекрије |
γενική | бекрије | бекрија |
δοτική | бекрији | бекријама |
αιτιατική | бекрију | бекрије |
κλητική | бекријо | бекрије |
τοπική | бекрији | бекријама |
οργανική | бекријом | бекријама |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπεκρής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Giese, F., “Bekrī Muṣṭafā Ag̲h̲a”, in: Encyclopaedia of Islam, Second Edition, Edited by: P. Bearman, Th. Bianquis, C.E. Bosworth, E. van Donzel, W.P. Heinrichs.