Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< → δείτε τη λέξη ώρα

  Έκφραση επεξεργασία

ώρες ώρες

  • κάποιες φορές, που λέγεται περισσότερο σε επαναλαμβανόμενο συναίσθημα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία