Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύπερθεν < αρχαία ελληνική: ὕπερθεν

  Επίρρημα επεξεργασία

ύπερθεν

  • πάνω από, πιο ψηλά από, πιο πάνω (ύπερθεν των υδάτων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία