Ετυμολογία

επεξεργασία

όψια

  1. (κεφαλονίτικο ιδίωμα) από την καλή (όχι από την ανάποδη)
    Τη μπλούζα σου δεν τη φοράς όψια!
    Σε ξέρω και απ'την όψια και απ'την ανάποδη.

Μεταφράσεις

επεξεργασία