Δείτε επίσης: ὄρνις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όρνις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄρνις (αρσενικό ή θηλυκό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*h₂oren, *h₃eren

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όρνις (θηλυκό)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία