Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
όρκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
όρκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ορκίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ορκίζω