Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όπερ < αρχαία ελληνική ὅπερ: ουδέτερο της αρχαίας αντωνυμίας ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= ο οποίος ακριβώς)

  Αντωνυμία επεξεργασία

όπερ (αναφορική)

όπερ σημαίνει...

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία