Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όπαλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική hoppala (εμπρός, πήδα!) Δείτε και το οπ

  Επιφώνημα επεξεργασία

όπαλα και όπλα

  • λέγεται από κάποιον που σηκώνει ψηλά ένα μικρό παιδί

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία