Ετυμολογία

επεξεργασία
όπαλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική hoppala (εμπρός, πήδα!) Δείτε και το οπ

  Επιφώνημα

επεξεργασία

όπαλα και όπλα

  • λέγεται από κάποιον που σηκώνει ψηλά ένα μικρό παιδί

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία