όγκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όγκωμα | τα | ογκώματα |
γενική | του | ογκώματος | των | ογκωμάτων |
αιτιατική | το | όγκωμα | τα | ογκώματα |
κλητική | όγκωμα | ογκώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- όγκωμα < ελληνιστική κοινή ὄγκωμα < αρχαία ελληνική ὄγκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
όγκωμα ουδέτερο