Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραιοποιημένος η ωραιοποιημένη το ωραιοποιημένο
      γενική του ωραιοποιημένου της ωραιοποιημένης του ωραιοποιημένου
    αιτιατική τον ωραιοποιημένο την ωραιοποιημένη το ωραιοποιημένο
     κλητική ωραιοποιημένε ωραιοποιημένη ωραιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραιοποιημένοι οι ωραιοποιημένες τα ωραιοποιημένα
      γενική των ωραιοποιημένων των ωραιοποιημένων των ωραιοποιημένων
    αιτιατική τους ωραιοποιημένους τις ωραιοποιημένες τα ωραιοποιημένα
     κλητική ωραιοποιημένοι ωραιοποιημένες ωραιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ωραιοποιώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.ɾe.o.pi.iˈme.no/ ουδέτερο

  Μετοχή επεξεργασία

ωραιοποιημένος , -η , -ο

  • που τον έχουν ωραιοποιήσει, βελτιώσει επιφανειακά
    αυτή η εκδοχή είναι η ωραιοποιημένη άποψή σου και απέχει πολύ από τα γεγονότα έτσι όπως τα θυμάμαι εγώ κι άλλοι δέκα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία