ψωριασικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαψωριασικός < ψωρίαση
Επίθετο
επεξεργασίαψωριασικός, ψωριασική, ψωριασικό
- ο σχετικός με την πάθηση της ψωρίασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψωριασικός
|
ψωριασικός < ψωρίαση
ψωριασικός, ψωριασική, ψωριασικό
|