Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχραίμως (μαρτυρείται από το 1892)[1] < ψύχραιμ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ψυχραίμως

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1141, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου