Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχοχάρτι τα ψυχοχάρτια
      γενική του ψυχοχαρτιού των ψυχοχαρτιών
    αιτιατική το ψυχοχάρτι τα ψυχοχάρτια
     κλητική ψυχοχάρτι ψυχοχάρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοχάρτι < ψυχή + -ο- + χαρτί +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοχάρτι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) χαρτί στο οποίο έχουν γραφτεί τα ονόματα των τεθνεώτων, προκειμένου να μνημονευθούν από τον ιερέα
  2. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) συγχωροχάρτι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία