ψυχοχάρτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχοχάρτι | τα | ψυχοχάρτια |
γενική | του | ψυχοχαρτιού | των | ψυχοχαρτιών |
αιτιατική | το | ψυχοχάρτι | τα | ψυχοχάρτια |
κλητική | ψυχοχάρτι | ψυχοχάρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχοχάρτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) χαρτί στο οποίο έχουν γραφτεί τα ονόματα των τεθνεώτων, προκειμένου να μνημονευθούν από τον ιερέα
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) συγχωροχάρτι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοχάρτι