Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιχάλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψιχάλισμα
τα
ψιχαλίσμα
τ
α
γενική
του
ψιχαλίσμα
τ
ος
των
ψιχαλισμά
τ
ων
αιτιατική
το
ψιχάλισμα
τα
ψιχαλίσμα
τ
α
κλητική
ψιχάλισμα
ψιχαλίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψιχάλισμα
<
ψιχαλίζει
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψιχάλισμα
ουδέτερο
το
ψιλόβροχο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ψιχάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψιχάλισμα
→
δείτε
τη λέξη
ψιλόβροχο