Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψιμάρι τα ψιμάρια
      γενική του ψιμαριού των ψιμαριών
    αιτιατική το ψιμάρι τα ψιμάρια
     κλητική ψιμάρι ψιμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιμάρι < πιθανόν μεσαιωνική, από την αμαρτύρητη λέξη *ὀψιμάριον, υποκοριστικό του ὄψιμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψιμάρι ουδέτερο

  1. αρνί που γεννήθηκε αργότερα από τα υπόλοιπα
  2. (μεταφορικά) άβγαλτος, αφελής, απονήρευτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία