Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοστομέω < ψευδές + στόμα

  Ρήμα επεξεργασία

ψευδοστομέω

  • λέω ψέματα, ξεστομίζω ψευτιές
  • αὐτῷ τε καὶ γῇ τῇδ᾽, ἐπεὶ τό γ᾽ εὐσεβὲς μόνοις παρ᾽ ὑμῖν ηὗρον ἀνθρώπων ἐγὼ καὶ τοὐπιεικὲς καὶ τὸ μὴ ψευδοστομεῖν (Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ, 1127)