ψευδοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευδοπροσωπία θηλυκό
- το να παριστάνει κάποιος έναν άλλον είτε με φυσική, είτε με ψηφιακή παρουσία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδοπροσωπία
|