Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδοπροσωπία οι ψευδοπροσωπίες
      γενική της ψευδοπροσωπίας των ψευδοπροσωπιών
    αιτιατική την ψευδοπροσωπία τις ψευδοπροσωπίες
     κλητική ψευδοπροσωπία ψευδοπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοπροσωπία < πλαστός + πρόσωπο + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοπροσωπία θηλυκό

  • το να παριστάνει κάποιος έναν άλλον είτε με φυσική, είτε με ψηφιακή παρουσία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία