ψαρομανάβικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαρομανάβικο < ψαρομανάβης + -ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαρομανάβικο ουδέτερο
- το κατάστημα του ψαρομανάβη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψαρομανάβικο
|
ψαρομανάβικο ουδέτερο
|