ψαραετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψαραετός | οι | ψαραετοί |
γενική | του | ψαραετού | των | ψαραετών |
αιτιατική | τον | ψαραετό | τους | ψαραετούς |
κλητική | ψαραετέ | ψαραετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψαραετός αρσενικό
- (πτηνό) είδος αετού
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
ψαραετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαραετός
|