Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψάρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ψαρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ψαρώνω