Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψάρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ψάρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ψαρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ψαρώνω