Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψάμμινος < ψάμμος

  Επίθετο επεξεργασία

ψάμμινος, -ος, -ον

  1. ο αμμώδης
  2. αυτός που είναι από άμμο

Συγγενικά επεξεργασία