Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψάλιον < αβέβαιης ετυμολογίας ίσως συγγενούς ριζας με το ψέλιον ή ίσως (αν και όχι ιδιαίτερα πιθανό) ανάγεται στο ψάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψάλιον ίσως και ψάλλιον ουδέτερο

  1. αλυσίδα
  2. το ψάλιο, τμήμα από το χαλινάρι του αλόγου
  3. κρίκος
  4. δεσμός