Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χόχλος < χοχλάζω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόχλος αρσενικό

  1. Το βράσιμο, η βράση.
    Τον έκαιγε από μέσα, χόχλος ζεματιστός. (Βασίλης Φυτσιλής).
  2. Το φούσκωμα που προκαλεί ο βρασμός.
    ...ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. (Διονύσιος Σολωμός).
  3. Ήχος που μοιάζει με τον ήχο του βρασμού.
    Ακουγόταν ένας ψίθυρος χόχλου.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία