Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωρόχρονος οι χωρόχρονοι
      γενική του χωρόχρονου
χωροχρόνου
των χωρόχρονων
χωροχρόνων
    αιτιατική τον χωρόχρονο τους χωρόχρονους
χωροχρόνους
     κλητική χωρόχρονε χωρόχρονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωρόχρονος < χωρο- + χρόνος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Raumzeit[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρόχρονος αρσενικό και χωροχρόνος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία