Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χυτρόπους
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
χυτρόπ
ους
τὸ
χυτρόπ
ουν
γενική
τοῦ
/
τῆς
χυτρόποδ
ος
τοῦ
χυτρόποδ
ος
δοτική
τῷ
/
τῇ
χυτρόπόδ
ῐ
τῷ
χυτρόποδ
ῐ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
χυτρόποδ
ᾰ
τὸ
χυτρόπ
ουν
κλητική
ὦ
!
χυτρόπ
ους
χυτρόπ
ουν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
χυτρόποδ
ες
τὰ
χυτρόποδ
ᾰ
γενική
τῶν
χυτροπόδ
ων
τῶν
χυτροπόδ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
χυτρόπο
σῐ
(
ν
)
τοῖς
χυτρόπο
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
χυτρόποδ
ᾰς
τὰ
χυτρόποδ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
χυτρόποδ
ες
χυτρόποδ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
χυτρόποδ
ε
τὼ
χυτρόποδ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
χυτροπόδ
οιν
τοῖν
χυτροπόδ
οιν
3η κλίση
,
Κατηγορία 'ταχύπους'
όπως «
ταχύπους
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χυτρόπους
<
χύτρα
και
πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χυτρόπους
αρσενικό
η μεταλλική ή από άλλο υλικό βάση στην οποία στερέωναν τη χύτρα πάνω από τη φωτιά, η
πυροστιά
, συνήθως σιδερένιος
τρίποδας