Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χυτρίς αἱ χυτρῖδες
χυτρίδες
      γενική τῆς χυτρῖδος
χυτρίδος
τῶν χυτρίδων
      δοτική τῇ χυτρῖδ
χυτρίδ
ταῖς χυτρῖσῐ(ν)
χυτρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν χυτρῖδ
χυτρίδ
τὰς χυτρῖδᾰς
χυτρίδᾰς
     κλητική ! χυτρίς* χυτρῖδες
χυτρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χυτρῖδε & χυτρίδε
γεν-δοτ τοῖν  χυτρίδοιν
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα.

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυτρίς < χύτρ(ος) ή χύτρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χυτρίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία