χυτρίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χυτρίς | αἱ | χυτρῖδες & χυτρίδες |
γενική | τῆς | χυτρῖδος & χυτρίδος |
τῶν | χυτρίδων |
δοτική | τῇ | χυτρῖδῐ & χυτρίδῐ |
ταῖς | χυτρῖσῐ(ν) & χυτρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | χυτρῖδᾰ & χυτρίδᾰ |
τὰς | χυτρῖδᾰς & χυτρίδᾰς |
κλητική ὦ! | χυτρίς* | χυτρῖδες & χυτρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χυτρῖδε & χυτρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χυτρίδοιν | ||
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χυτρίς < χύτρ(ος) ή χύτρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυτρίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- χυτρίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χυτρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.