χυμευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυμευτής | οι | χυμευτές |
γενική | του | χυμευτή | των | χυμευτών |
αιτιατική | τον | χυμευτή | τους | χυμευτές |
κλητική | χυμευτή | χυμευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χυμευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυμευτής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χυμευτής
|