χρωμόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωμόσφαιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωμόσφαιρα θηλυκό
- (αστρονομία) ζώνη της ατμόσφαιρας του ηλίου ανάμεσα στη φωτόσφαιρα και την κορώνα· έχει κοκκινωπό χρώμα και δύσκολα διακρίνεται με το μάτι εκτός κατά τη διάρκεια μιας ηλιακής έκλειψης
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωμόσφαιρα