Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρωμοφόρος < χρώμα(oς) + -ο- + -φόρος
 
Η χημική δομή του βήτα-καροτένιου. Οι 11 διπλοί δεσμοί που συνιστούν το χρωμοφόρο του μορίου είναι κόκκινοι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωμοφόρος οι χρωμοφόροι
      γενική του χρωμοφόρου των χρωμοφόρων
    αιτιατική τον χρωμοφόρο τους χρωμοφόρους
     κλητική χρωμοφόρε χρωμοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χρωμοφόρος αρσενικό και ουδέτερο το χρωμοφόρο

  • το τμήμα του μορίου μιας ουσίας που είναι ο φορέας του χρώματός της

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωμοφόρος η χρωμοφόρος
χρωμοφόρα
το χρωμοφόρο
      γενική του χρωμοφόρου της χρωμοφόρου
χρωμοφόρας
του χρωμοφόρου
    αιτιατική τον χρωμοφόρο τη χρωμοφόρο
χρωμοφόρα
το χρωμοφόρο
     κλητική χρωμοφόρε χρωμοφόρε
χρωμοφόρα
χρωμοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωμοφόροι οι χρωμοφόροι
χρωμοφόρες
τα χρωμοφόρα
      γενική των χρωμοφόρων των χρωμοφόρων των χρωμοφόρων
    αιτιατική τους χρωμοφόρους τις χρωμοφόρους
χρωμοφόρες
τα χρωμοφόρα
     κλητική χρωμοφόροι χρωμοφόροι
χρωμοφόρες
χρωμοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χρωμοφόρος, -ος/-α, ο

  • αυτός που φέρει ένα χρώμα
    χρωμοφόρες ομάδες, ενώσεις, χρωμοφόρα στοιχεία μορίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία