χρωματολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρωματολόγιο | τα | χρωματολόγια |
γενική | του | χρωματολόγιου & χρωματολογίου |
των | χρωματολόγιων & χρωματολογίων |
αιτιατική | το | χρωματολόγιο | τα | χρωματολόγια |
κλητική | χρωματολόγιο | χρωματολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωματολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος χρωμάτων, από τον οποίο μπορεί να διαλέξει κανείς απόχρωση για βάψιμο τοίχων
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωματολόγιο
|