Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονοπαράγωγος οι χρονοπαράγωγοι
      γενική της χρονοπαραγώγου των χρονοπαραγώγων
    αιτιατική τη χρονοπαράγωγο τις χρονοπαραγώγους
     κλητική χρονοπαράγωγε χρονοπαράγωγοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονοπαράγωγος < χρονο- + -παράγωγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονοπαράγωγος θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία