Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονομέτρησις < → δείτε τη λέξη χρονομέτρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονομέτρησις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία