χρονογραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρονογραφή < χρονογραφία + -ή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρονογραφή θηλυκό
- (ιστορία, φιλολογία) άλλη μορφή του χρονογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χρονογράφος, χρόνος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρονογραφή
|