Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρησιδάνειο τα χρησιδάνεια
      γενική του χρησιδανείου
χρησιδάνειου
των χρησιδανείων
    αιτιατική το χρησιδάνειο τα χρησιδάνεια
     κλητική χρησιδάνειο χρησιδάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρησιδάνειο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρησιδάνειο ουδέτερο

  • πρόεκειται ουσιαστικά για μιά σύμβαση μεταξύ ενός χρήστη και ενός χρησάμενου, βάσει της οποίας ο πρώτος δανείζει τον δεύτερο δίχως αντάλλαγμα, με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα επιστρέψει το αντικείμενο στον πρώτο μετά το πέρας της σύμβασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία