χρηματοκομιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρηματοκομιστής αρσενικό
- (ειρωνικά) στη νεοελληνική αυτός που μεταφέρει χρήματα για λογαριασμού τρίτου, ως υπαλληλίσκος που διεκπεραιώνει μια άτυπη και ίσως παράνομη χρηματαποστολή
- συνδετήρας που συγκρατεί δεσμίδα χαρτονομισμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρηματοκομιστής
|