χρηματοδοσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματοδοσία < μεσαιωνική ελληνική χρηματοδοσία[1] < αρχαία ελληνική χρῆμα + δίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηματοδοσία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρηματοδοσία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρηματοδοσία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)