χουχουριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χουχουριστής < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχουχουριστής αρσενικό
- (πτηνό) είδος κουκουβάγιας Στριξ η αείσκωψ (αρχαία ελληνική στρίξ, ἀείσκωψ) Strix aluco
χουχουριστής αρσενικό