χορείος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χορείος | οι | χορείοι |
γενική | του | χορείου | των | χορείων |
αιτιατική | τον | χορείο | τους | χορείους |
κλητική | χορείε | χορείοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χορείος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χορεῖος. Δείτε και χορός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χορείος αρσενικό
- (αρχαία ελληνική μετρική) μετρικός πόδας με τρεις βραχύχρονες συλλαβές
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χορείος
|