Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλοεροτρόφος < χλοερός + τρέφω

  Επίθετο επεξεργασία

χλοεροτρόφος

  • (γη) που βγάζει πράσινο χορτάρι (Ευριπίδης)