Ετυμολογία

επεξεργασία
χεροπόδαρα < (χέρι) χερο- + ποδάρ(ι) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çe.ɾoˈpo.ða.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐ρο‐πό‐δα‐ρα

  Επίρρημα

επεξεργασία

χεροπόδαρα & λογιότερο: χειροπόδαρα

  • (κυριολεκτικά) και στα χέρια, και στο πόδια
    ⮡  δεμένοι χεροπόδαρα
    ※  και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50 και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του, ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. (Όμηρος, Οδύσσεια, απόδοση Ιάκωβος Πολυλάς)
    ※  Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελλάθηκε ο Αγάς, και τονε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τονε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπειά πια δεν είδε; (Αργύρης Εφταλιώτης, Οι Φυλλάδες του Γεροδήμου.)
     συνώνυμα: γερά, σφιχτά
  • (μεταφορικά) με πιεστικό τρόπο, ώστε να αποκλείεται η κίνηση
     συνώνυμα: ασφυκτικά, πιεστικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία