χεροπόδαρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çe.ɾoˈpo.ða.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χε‐ρο‐πό‐δα‐ρα
Επίρρημα
επεξεργασίαχεροπόδαρα & λογιότερο: χειροπόδαρα
- (κυριολεκτικά) και στα χέρια, και στο πόδια
- ⮡ δεμένοι χεροπόδαρα
- ※ και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50 και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του, ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. (Όμηρος, Οδύσσεια, απόδοση Ιάκωβος Πολυλάς)
- ※ Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελλάθηκε ο Αγάς, και τονε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τονε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπειά πια δεν είδε; (Αργύρης Εφταλιώτης, Οι Φυλλάδες του Γεροδήμου.)
- ≈ συνώνυμα: γερά, σφιχτά
- (μεταφορικά) με πιεστικό τρόπο, ώστε να αποκλείεται η κίνηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- χεροπάλαμα (επίρρημα, με τις χούφτες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σε χέρια και πόδια
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χειροπόδαρα, χεροπόδαρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- «χειροπόδαρα επίρρ. κ. δημ[οτική] χεροπόδαρα», «χεροπόδαρα επίρρ. κ. χειροπόδαρα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: και τα δύο λήμματα έχουν ορισμούς και παραδείγματα.