χειρόκτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειρόκτιο < μεσαιωνική ελληνική χειρόρτιον[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.kti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐κτι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
χειρόκτιο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειρόκτιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.