Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειά < ομόρριζο των χαίνω, χάος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειά θηλυκό ( & ιωνικός τύποςχειή)

  1. λάκκος, οπή, τρύπα, συνήθως για φωλιά ερπετών, λημέρι
    δράκων ἐπί χειῇ (Ομηρος)
    ἐφέστηκε δὲ τῇ χειᾷ τοῦ δράκοντος ἕλκον τὸ ξίφος...(Φιλόστρατος)
  2. (μεταφορικά) το μέρος όπου θάβουμε κάτι
    ἥβαν γάρ οὐκ ἄπειρον ὑπό χειᾷ καλῶν δάμασεν: <να τον παινεύουμε> που δεν έθαψε μες σε μια τρύπα τα νιάτα του, στου καλού τον αγώνα αδοκίμαστος <να μείνει> (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος)