χαϊδεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
χαϊδεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χαϊδεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χαϊδεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χαϊδεμένος
χαϊδεμένων